- λινοβάμβακος
- και λινομπάμπακος, -η, -ο (Μ λινοβάμβακος, -ον)1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοικρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, -ακος με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. αμπελοχώραφο)].
Dictionary of Greek. 2013.